εκτημόριος

εκτημόριος
-ο (AM ἑκτημόριος, -ον)
1. αυτός που αναφέρεται στο έκτο μέρος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑκτημόριοι
φτωχοί πολίτες πριν από την εποχή τού Σόλωνος, που καλλιεργούσαν κτήματα τών πλουσίων δίνοντας ως μίσθωμα ή παίρνοντας ως αμοιβή το έκτο τών παραγόμενων προϊόντων
3. το ουδ. ως ουσ. τo ἑκτημόριον
το ένα έκτο (και ως μέτρο υγρών).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκτήμορος — ἑκτήμορος, ον (Α) διάφ. τύπ. τού ἑκτημόριος ἑκτήμορος (ενν. κύαθος) ποτήρι, σκεύος μέτρο υγρών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”